Και η ιστορία συνεχίζεται…

Και η ιστορία συνεχίζεται...Γενικώς, μια γενέθλια επέτειος σου εγείρει συναισθήματα. Τα οποία, όσο περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν τα κεριά, λες και παίζουν μεταξύ τους… τις μπουνιές! Όταν, για παράδειγμα, έχεις μπει προ πολλού στα δεύτερα «ήντα», αφενός υπάρχει η ικανοποίηση του «είμαι εδώ, γερός και δυνατός». Μα, απ’ την άλλη, σου βγαίνει και μια ενδόμυχη μελαγχολία για τα νιάτα που πέρασαν και πάνε. Αλλά, σαν στο τέλος της μέρας, μείνεις μόνος με τη σκέψη σου και αναλογιστείς πόσο «γεμάτος» νιώθεις απ’ όσα έχεις ζήσει, έχεις καταφέρει, έχεις κερδίσει, απ’ τους δρόμους που έχεις ανοίξει.

Και την, αν μη τι άλλο, εκτίμηση που κέρδισες μέσα σε μια πορεία δεκαετιών από φίλους κι εχθρούς, είναι βέβαιο πως δεν θα άλλαζες ούτε για αστείο τον ρουν του χρόνου, επειδή σου… γκρίζαρε ο κρόταφος! Είναι ακριβώς ετούτο το συναίσθημα, που λες κι έχει κληροδοτηθεί σ’ όλους εμάς, που ευλογημένη μοίρα έδωσε να περάσουμε κάποια στιγμή το κατώφλι της «Ηχούς». Που σήμερα, 1η Οκτωβρίου του 2007, βάζει στο… αρχείο και το 62 έτος της ζωής της και κινά για νέες περιπέτειες.

Θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε τη «βέκια σινιόρα» του ελληνικού αθλητικού Τύπου. Πιστέψτε μας, δίχως ίχνος ή την παραμικρή διάθεση φιλαρέσκειας. Στο κάτω κάτω της γραφής, αρκεί η λαλιά της ιστορίας. Που τούτη η εφημερίδα, ΜΟΝΑΔΙΚΗ περίπτωση, χέρι αόρατο την ευλόγησε, όχι μόνο να την ακολουθήσει, όχι μόνο να την ασπαστεί, αλλά να τη γράψει! Στην αρχή, κάθε βδομάδα. Αργότερα, δυο φορές. Τρεις. Μέχρι που έγινε συνήθεια καθημερινή. Όλα άρχισαν μια Δευτέρα, πρώτη Οκτωβρίου του ’45. Μια Δευτέρα, που, στο φόρτε μιας σκονισμένης, μιας δύσκολης και «ανθρωποφάγου» εποχής, κάποιοι τολμούσαν… 

«Περιφανής θρίαμβος των αθλητών μας! Σύλλας, Μαυραπόστολος, Λάμπρου, Στεφανάκης πρώτοι νικηταί» έγραφε το πρώτο φύλλο. Και ο Έλληνας, που έβγαινε από έναν πόλεμο κι έμπαινε σε έναν άλλο, έβρισκε καιρό να γιομίσει στήθη και ψυχή με μια σταλιά υπερηφάνειας για τα παλικάρια, που θριάμβευαν στους τριεθνείς αγώνες (στίβου) της Κωνσταντινούπολης. Έκτοτε, στο μυλαύλακο κύλησε πολύ νερό. Γλυκό νερό, πικρό νερό… Μα, πάντοτε καθάριο. Ήρθαν και δύσκολα χρόνια. Ήρθαν και φουρτούνες μεγάλες, που ίσως οιονδήποτε άλλον να τον είχαν γονατίσει.

Μα, άλλον… Και τούτη η αλήθεια δεν αποτελεί καμιά εξιδανικευμένη προσέγγιση ή προσπάθεια ωραιοποίησης αυτής της υπέροχης ιστορίας με τα τρία γράμματα («Ηχώ»). Μα, την πάσα αλήθεια. Υπήρξαν φορές που ένιωθες (κι ας μην μπορούσες να περιγράψεις με λόγια το «πώς» και το «γιατί») ότι εδώ υπήρχε ένα άλλο DNA. Ότι ζούσε ένα άλλο «κύτταρο», με τους δικούς του νόμους, μακριά από εφήμερες μόδες και συμβατικούς κανόνες. Ένα «κύτταρο», που στο κατώφλι των 63 της χρόνων, έκανε τούτη την εφημερίδα να μη νιώθει την παραμικρή μελαγχολία για τα νιάτα (της) που πέρασαν.

Αλλά να νιώθει υπερήφανη για όσα έθρεψαν το μύθο και της χάρισαν το μέγα προνόμιο να έχει να θυμάται. Και να φουσκώνει τα στήθια, με διάθεση και δύναμη σχεδόν εφηβική, για όσα θα ακολουθήσουν, αρνούμενη πεισματικά να υποταχθεί σε… γούστα περίεργα και σε ανίερους Λαιστρυγόνες, αντίθετους με ό,τι η αξιοπρέπειά της επιτάσσει. Σήμερα η «Ηχώ» έχει γενέθλια. Και μαζί, όλες εκείνες οι γενιές, που μεγάλωσαν μαζί της. Κυρίες, κύριοι, χρόνια μας πολλά…